- Θύρσους
- Θύρσοςwand wreathed in ivy and vine-leaves with a pine-cone at the topmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θύρσους — θύρσος wand wreathed in ivy and vine leaves with a pine cone at the top masc acc pl θυρσόω make into thyrsi imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THYRSUS — I. THYRSUS fluv. Sardiniae praecipuus, in ora occidentali vulgo Torso. Baudrando hodie Thirso, otitur in parte Boreali dein per mediam Insulam fluens, 5. mill. pass. ab ARborea in mare se Sardoum exonerat. II. THYRSUS hasta dicta est hederâ… … Hofmann J. Lexicon universale
δενδροφορώ — δενδροφορῶ ( έω) (Α) [δενδροφόρος] κρατώ στα χέρια κλαδιά δένδρων, θύρσους … Dictionary of Greek
εξανίημι — ἐξανίημι (Α) [ανίημι] 1. απορρίπτω, αποβάλλω, στέλνω προς τα έξω («ἄποιν ἐπισχέτω ξίφος δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ ἐξανιέτω», Ευρ.) 2. αναδίδω («ὀδμήν ἀξανίεσκον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (με γεν.) βγάζω, κάνω κάτι να βγει 4. (ειδ.) (με γεν.) εξακοντίζω… … Dictionary of Greek
θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
στόχος — ο, ΝΜΑ σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή τού όπλου του κάποιος, σημάδι νεοελλ. 1. σκοπός, επιδίωξη 2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών») 3 … Dictionary of Greek